μισογεμάτος

μισογεμάτος
-η, -ο
ο γεμάτος ως τη μέση, όχι εντελώς γεμάτος: Μισογεμάτο ποτήρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μισογεμάτος — η, ο γεμάτος μόνο ώς τη μέση …   Dictionary of Greek

  • αγέμιστος — και αγιόμιστος και αγέμωτος, η, ο [γεμίζω] 1. αυτός που δεν γέμισε, ο μη γεμάτος, αδειανός 2. αυτός που δεν γέμισε εντελώς, μισογεμάτος 3. (για καρπούς) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη …   Dictionary of Greek

  • ημίπλεως — ἡμίπλεως, ων (Α) κατά το ήμισυ πλήρης, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλεως (< πίμπλημι), πρβλ. έμ πλεως, υπέρ πλεως] …   Dictionary of Greek

  • ημιδεής — ἡμιδεής, ὲς (Α) 1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος 2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» κατά το ήμισυ 3. (αντί τού ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + δεής (< δέω ή αμάρτυρο *δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν δεής, κατα δεής] …   Dictionary of Greek

  • ημιπλήρης — ἡμιπλήρης, ες (Α) κατά το ήμισυ πλήρης, μισογεμάτος …   Dictionary of Greek

  • ημιπλήρωτος — ἡμιπλήρωτος, ον (Α) 1. (για πλοία) αυτός που έχει μισό πλήρωμα 2. ημιπλήρης, μισογεμάτος …   Dictionary of Greek

  • κοντόγεμος — η, ο και κοντογεμάτος, η, ο σχεδόν γεμάτος, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γεμος (< θ. γεμ τού γεμ ίζω), πρβλ. μισό γεμος, ολό γεμος] …   Dictionary of Greek

  • μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… …   Dictionary of Greek

  • μισόγεμος — ή, ο μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + γεμος(< θ. γεμ τού γεμ ίζω), πρβλ. κοντό γεμος, ολό γεμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”